- ἐναγελάζομαι
- ἐνᾰγελάζομαι, [voice] Pass.,A assemble like a flock in,
πειρῶ φίλων ἀγέλας ἐ. σου τῇ οἰκίᾳ Epict.Gnom.41
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πειρῶ φίλων ἀγέλας ἐ. σου τῇ οἰκίᾳ Epict.Gnom.41
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναγελάζομαι — ἐναγελάζομαι (Α) συγκεντρώνομαι σ έναν τόπο σαν αγέλη, συνάγομαι, συναθροίζομαι … Dictionary of Greek
ἐναγελάζεσθαι — ἐναγελάζομαι assemble like a flock in pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)